δεξαμενάς — δεξαμενά̱ς , δεξαμενή receptacle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεξαμένας — Δεξαμένᾱς , Δεξαμένη fem acc pl Δεξαμένᾱς , Δεξαμένη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
CISTERNA — Graece Δεξαμενη: receptaculum, scil. aquarum, quam ab Γ῾δρείῳ distinguit his verbis Strabo, l. 17. Νυνὶ δὲ καὶ ὑδρεῖα κατεοκδάκασιν ὀρύξαντες πολὺ βάθος, καὶ εν τῶ οὐρανίων καιπερ ὄντων πανίων ὁμοῦ δεξαμενὰς πεποίηνται). Nunc, autem et hydrea seu … Hofmann J. Lexicon universale
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek